- παναρέτως
- πανάρετοςmodel of all virtueadverbialπανάρετοςmodel of all virtuemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παναρέτως — Πανάρετος model of all virtue masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάρετος — I Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου. Πολλοί φοιτητές της εποχής του τον διακωμώδησαν για την ισχνότητα του σώματός του. II Όνομα 4 Ελλήνων ιερωμένων. 1. Επίσκοπος Πάφου, που ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης… … Dictionary of Greek